ἐπιδέξαιντο

ἐπιδέξαιντο
ἐπιδέχομαι
aor opt mid 3rd pl
ἐπιδείκνυμι
exhibit as a specimen
aor opt mid 3rd pl (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιδέχομαι — (AM ἐπιδέχομαι) επιτρέπω («η εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή») μσν. απρόσ. ἐπιδέχεται φαίνεται αρχ. 1. δέχομαι επί πλέον («ὡς ἐπεδέκοντο οί Θεσπιέες πολιήτας», Ηρόδ.) 2. δέχομαι κάποιον σπίτι μου ή αλλού, υποδέχομαι 3. αναλαμβάνω να επιχειρήσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”